info@laskiel.com
Οι άνθρωποι
της
Λαίδη Μάο
Της Αποστολίδου Σταυρούλας
Τίτλος: Οι άνθρωποι της Λαίδη Μαο
Συγγραφέας Σταυρούλα Αποστολίδου
Όλα ξεκίνησαν μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα του Μάη. Ο ήλιος ακτινοβολούσε περίλαμπρος από νωρίς το πρωί. Η ατμόσφαιρα μοσχοβολούσε από τα μαγιάτικα λουλούδια, που σκορπούσαν τα χρώματα και τα αρώματα τους. Ακόμα κι οι μέλισσες έκαναν υπερωρίες αυτό το διάστημα.
«Αχ! Η καλύτερη εποχή του χρόνου», είπε ο κυρ Βαγγέλης, καθώς άνοιξε το παράθυρο του, να μπει ο Μάης μέσα. Πήρε μια βαθιά αναπνοή, με τα μάτια ορθάνοιχτα και πλημμύρισε με τις μυρωδιές και τα χρώματα της φύσης. Λίγο παραπέρα στεκόταν κρυμμένη, μέσα σε μια χαρτόκουτα η γατούλα η Ηρώ. Μια γκρίζα γάτα, με καταπράσινα μάτια και φουντωτό τρίχωμα. Σαν άκουσε το παράθυρο ν’ ανοίγει, βγήκε διστακτικά και με πολύ προσοχή ανέβηκε στο παράθυρο του κυρ Βαγγέλη.
«Μιάου»,ακούστηκε να νιαουρίζει με πολύ νάζι και χαρά. Έτριβε τα μουτράκια της στα ανοιχτά παραθυρόφυλλα και νιαούρισε όλο και πιο δυνατά.
«Καλημέρα Ηρώ μου. Τι κάνεις γλυκιά μου γατούλα; Ήρθες για το πρωινό σου, έτσι δεν είναι;», την ρώτησε η κυρ Βαγγέλης, που φρόντιζε όλα τα αδέσποτα της γειτονιάς. Είχε πολύ μεγάλη καρδιά ο κυρ Βαγγέλης, τόσο μεγάλη που χώραγε όλα τα αδέσποτα. Το ήξεραν κι αυτά και μαζευόντουσαν γύρω από τη μονοκατοικία του, για να τους δώσει κάτι να φάνε. Ήταν η παρέα του και τα φρόντιζε, όσο πιο καλά μπορούσε. Από τότε που έμεινε μόνος του, απ’όταν πέθανε η γυναίκα του η κυρά Λένα, είχαν γίνει η παρέα του κι η παρηγοριά του.
«Έλα κορίτσι μου να σου δώσω γαλατάκι, εσύ το χρειάζεσαι πιο πολύ από μένα», της είπε, καθώς της έβαζε μυρωδάτο, φρέσκο γάλα για το πρωινό της. Η γατούλα του η Ηρώ ήταν έγκυος, στις μέρες της, όπου να’ ναι θα γεννούσε.
«Ωχ! Που πήγε η κοιλιά σου βρε Ηρώ. Για να σε δω καλά», την ρώτησε κι εκείνη του άνοιξε την κοιλιά της, για να τη χαϊδέψει.
«Γέννησες κορίτσι μου εχθές το βράδυ; Για πάμε να δούμε τα μωρά σου».
Η Ηρώ ήπιε το γάλα της με λαχτάρα κι έπειτα κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά. Ο καημένος την ακολούθησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δεν τον βοηθούσε καθόλου κι η ηλικία του. Στα ενενήντα τους οι άνθρωποι δεν τρέχουν, όπως στα νιάτα τους.
Η Ηρώ χώθηκε μέσα στην κούτα κι αμέσως τέσσερα γατάκια κολλήσανε στο στήθος της μάνας τους, για να θηλάσουν.
Οι μέρες πέρναγαν και τα μικρά γατάκια της Ηρούς γινόντουσαν πιο μεγάλα και πιο ζωηρά. Τρία αρσενικά κι ένα θηλυκό έκανε η Ηρώ, μάλιστα το θηλυκό ήταν ίδια η Ηρώ. Είχε όμως μια διαφορά, το ένα της το μάτι ήταν πράσινο κι το άλλο γαλανό. Πήγαινε κάθε πρωί στην πόρτα του κυρ Βαγγέλη και νιαούρισε κι αυτή για το πρωινό της. Ακριβώς όπως έκανε η μαμά της.
«Μάο, μάο», του νιαούριζε, κάθε μέρα. Όλη την ημέρα έμπλεκε στα πόδια του, λες και ήταν σκυλάκι. Τι να κάνει κι ο κυρ Βαγγέλης τη βάφτισε Μάο, αφού δεν μπορούσε να πει το “ου”. Ναι αλήθεια σας λέω, τη φώναζε Μάο, κι εκείνη έτρεχε αμέσως.
Οι μέρες περνούσαν, μαζί με τους μήνες κι έτσι τα αρσενικά γατάκια έφυγαν, για να πάνε να κάνουν αυτό που η φύση τα προστάζει. Το ίδιο έκανε κι η Ηρώ, βρήκε άλλο γάτο ζωηρό κι έκανε κι άλλα γατάκια.
Έτσι λοιπόν η Μάο έμεινε μοναχή, όχι όμως για πολύ. Ο κυρ Βαγγέλης την αγαπούσε, σαν παιδί του, είχε γίνει η αχώριστη συντροφιά του. Είχε γίνει ο άνθρωπος της.
Την πήγε στον γιατρό και της έκανε όλα τα εμβόλια και τα σχετικά. Μάλιστα της έβαλε κι ένα αστραφτερό λουράκι στο λαιμό, σε χρώμα πράσινο και μπλε, ακριβώς όπως τα μάτια της. Η γατούλα μας η Μάο έμοιαζε με λαίδη, έτσι όπως κυκλοφορούσε συνάμενη κουνάμενη, ανάμεσα στα άλλα γατάκια της γειτονιάς. Ακόμα κι η γειτόνισσα του κυρ Βαγγέλη, η κυρία Δέσποινα, την φώναζε “Λαίδη Μάο”, όταν περυτριγύριζε μέσα στον δικό της κήπο.
«Έλα εδώ, βρε σουρτούκα»,της φώναζε ο κυρ Βαγγέλης. «Δεν σου φτάνει ο δικός μας κήπος;».
«Άστην Βαγγέλη μου, δεν πειράζει. Μου αρέσει που γυρνάει, εδώ μέσα στο δικό μου κήπο. Έρχεται και την χάιδευε κι εγώ. Της δίνω και καμιά λιχουδιά και περνάει η μέρα μου. Είναι καλό γατάκι η Λαίδη Μάο», του είπε η κυρία Δέσποινα.
Έτσι περνούσαν οι μέρες στη γειτονιά του κυρ Βαγγέλη, χαρούμενα κι ανέμελα. Η γατούλα μας η Μάο έβγαινε το πρωί από το σπίτι έκανε την τσάρκα της όλη τη μέρα στη γειτονιά και σαν σκοτείνιαζε, αμέσως στο σπίτι. Έμπαινε μέσα από το μικρό παραθυράκι, που της είχε φτιάξει ο κυρ Βαγγέλης, για να μπορεί να μπαινοβγαίνει ό,τι ώρα θέλει και γρήγορα στο φαγητό της. Έπειτα κούρνιαζε στην αγκαλιά του κι εκείνος τη χάιδευε με τις ώρες. Της έλεγε ιστορίες από τη ζωή του, για τα παιδιά του που έλειπαν στη Γερμανία, για τον πόλεμο που πήρε μέρος και για τη δουλειά του στα καράβια. Της άρεσε πάρα πολύ να ακούει για τη δουλειά του στα καράβια. Την ταξίδευε σε όλο τον κόσμο, είχε μάθει για όλες τις χώρες, εκτός από τον Βόρειο και το Νότιο πόλο. Εκεί της έλεγε πως δεν είναι μέρος για γάτες, έχει κρύο και στα γατάκια δεν αρέσει το κρύο. Τη λάτρευε αυτή την ώρα της ημέρας η Μάο, ήταν η αγαπημένη τους. Καθόντουσαν με τις ώρες στην κουνηστή καρέκλα. Ο ένας έλεγε ιστορίες κι ο άλλος άκουγε. Μάλιστα μερικές φορές, αν δεν της άρεσε κάτι του πέταγε κανένα ξεγυρισμένο “μάο”, για να παίρνει μέρος κι αυτή στη συζήτηση. Τον κοίταζε με λαχτάρα κι ανυπομονησία, με τα δυό περίεργα μάτια της, μέχρι που τους έπαιρνε και τους δύο ο ύπνος, πάνω στην κουνηστή καρέκλα.
Έτσι περνούσαν οι μέρες κι οι μήνες κι όλο μεγάλωνε η καρδιά του κυρ Βαγγέλη, από την πολύ του την αγάπη. Είχε γίνει βλέπετε και ενενήντα πέντε χρονών. Το έβλεπε η Μάο πως γέρασε πολύ και τον βοηθούσε, όπως μπορούσε. Τα πρωινά τον ξύπναγε με τα φιλιά της, του τράβαγε τις παντόφλες του στα πόδια του κι του ανέβαζε το λουλουδάτο μαξιλάρι, στην κουνηστή καρέκλα. Ό,τι μπορούσε έκανε, για να τον βοηθάει.
Ένα απόγευμα που κάθισαν στην αγαπημένη τους κουνιστή καρέκλα, η Μάο ήταν πολύ ανήσυχη. Μόλις πήγαινε να κοιμηθεί του νιαούριζε δυνατά, για να συνεχίσει την ιστορία, που της έλεγε. Τον σκουντούσε, τον κουνούσε και του έγλυφε τα χέρια με αγάπη. Ώσπου ο κυρ Βαγγέλης κουράστηκε πολύ κι έκλεισε τα μάτια του για λίγο, για να ξεκουραστεί. Στον ύπνο του παραμιλούσε στην αγαπημένη του γυναίκα.
«Έρχομαι κυρά Λένα μου, έρχομαι κι εγώ», της είπε, καθώς κοιμήθηκε βαθιά τον ύπνον τον αγνό.
Τα ματάκια της Μάο δάκρυσαν, σαν κατάλαβε, πως ο κυρ Βαγγέλης έφυγε μακρυά. Νιαούρισε γοερά κι έτρεξε στην κυρία Δέσποινα, για να τη φωνάξει. Μα το σκοτάδι ήταν πυκνό κι η κυρία Δέσποινα κοιμότανε βαθιά. Άδικα γρατσουνούσε με τα νύχια της το παράθυρο. Εκείνη δεν την άκουγε καθόλου. Τι να κάνει λοιπόν κι Μάο, άρχισε να ρίχνει κάτω τις γλάστρες με θόρυβο. Σηκώθηκε τρομαγμένη η κυρία Δέσποινα, γιατί νόμιζε, πως ήταν κλέφτης αυτός που έριξε τις γλάστρες. Άναψε το φως και τότε είδε τη Μάο να κλαίει γοερά. Βγήκε έξω να την πάρει αγκαλιά, για να την παρηγορήσει, όμως η Μάο την οδήγησε στο σπίτι του κυρ Βαγγέλη. Τότε έγινε χαμός, έκλαιγε η κυρία Δέσποινα, έκλαιγε κι η Μάο. Μόλις έφτασε το μεσημέρι το σπίτι γέμισε με κόσμο. Ήρθανε τα παιδιά του κυρ Βαγγέλη, ήρθε ο παπάς της ενορίας, ήρθε κι ολόκληρη η γειτονιά. Ήταν καλός άνθρωπος ο κυρ Βαγγέλης, ακόμα και τα αδέσποτα μαζεύτηκαν απ’έξω. Η καημενούλα η Μάο έκλαιγε απαρηγόρητα σε μια γωνιά, που έχασε το στήριγμα της, τον άνθρωπο της. Ευτυχώς η κυρία Δέσποινα, που την αγαπούσε, δεν την άφησε να κλαίει για πολύ. Την πήρε στην αγκαλιά της, την παρηγόρησε, την τάισε και το βράδυ την έβαλε μέσα στο δικό της σπίτι. Όμως η γατούλα μας η Μάο ήταν απαρηγόρητη. Της έλειπε πολύ ο κυρ Βαγγέλης. Την άλλη μέρα, φοβισμένη τρύπωσε ξανά στο σπίτι του. Πήγε στην κουνιστή καρέκλα και πήρε γρήγορα το μαξιλάρι του. Το έσερνε με δυσκολία, μέχρι έξω. Ώσπου κρύφτηκε κάτω από τη σκάλα. Εκεί που κάποτε γεννήθηκε, τώρα κρύφτηκε λυπημένη και μοναχή. Κούρνιασε σε μια γωνιά, πάνω στο μαξιλάρι, ώσπου την πήρε ο ύπνος, με τη μυρωδιά του κυρ Βαγγέλη.
Ω! Μα τι όμορφος ύπνος ήταν αυτός. Στο όνειρο της έβλεπε τον κυρ Βαγγέλη να τριγυρνά στο κήπο του ξανά. Ήταν γερός και δυνατός, χαρούμενος και χαμογελαστός. Ήταν κι η μάνα της εκεί, μαζί με τα αδέλφια της. Ήταν κι η κυρία Λένα, που βοηθούσε τον κυρ Βαγγέλη στον κήπο. Της άρεσε τόσο πολύ αυτό το όνειρο, που δεν ήθελε να ξυπνήσει. Όμως οι φωνές της κυρίας Δέσποινας την ξύπνησαν, από αυτό το παραδεισένιο όνειρο.
«Λαίδη Μάο, που είσαι κορίτσι μου; Που είσαι γατούλα μου γλυκιά», φώναζε και ξανά φώναζε, απελπισμένα η κυρία Δέσποινα. Σήκωσε τη γειτονιά στο πόδι από τις φωνές της.
«Ποιον ψάχνεις κυρία Δέσποινα;», ρώτησε η κόρη του κυρ Βαγγέλη, η Αναστασία. «Άν ψάχνεις τη γατούλα τη Μάο, πριν καμιά ώρα μπήκε στο σπίτι και πήρε το μαξιλάρι που καθόντουσαν μαζί με τον μπαμπά μου στην κουνιστή καρέκλα. Δεν την μάλωσα, γιατί σκέφτηκα πως θα λείπει κι σε αυτή ο μπαμπάς μου, οπότε την άφησα και το πήρε. Να έλα να δεις κάτω από τη σκάλα είναι, μην ανησυχείς».
Η κυρία Δέσποινα έτρεξε κάτω από την σκάλα και γονάτισε για να τη βρει.
«Ουφ! Πήγε η καρδιά μου στην κούλουρη», είπε η κυρία Δέσποινα. «Τρόμαξα για μια στιγμή, που είπα πάει θα πεθάνω, άμα χάσω τη Λαίδη Μάο».
«Αμάν βρε κυρία Δέσποινα μην κάνεις έτσι. Τώρα που τη βρήκαμε ,όλα θα πάνε καλά».
Κοίταζαν κι οι δυό τους τη Μάο, που είχε κρυφτεί πίσω από το μαξιλάρι και δεν ήξεραν τι να κάνουν, ώσπου άνοιξε την αγκαλιά της η κόρη του κυρ Βαγγέλη και την έβαλε μέσα.
«Μάο, μάο», έκανε η Μάο, που γουργούριζε και νιαούριζε πεινασμένη. Όμως δεν φοβόταν πια, γιατί η αγκαλιά της μύριζε όπως του κυρ Βαγγέλη. Την χάιδεψε τρυφερά και της είπε λόγια γλυκά, όπως ο μπαμπάς της.
«Μη φοβάσαι Μάο, τώρα είμαι εγώ εδώ, για να σε προστατεύω», είπε η Αναστασία κι η καρδιά της κυρίας Δέσποινας πήγε να σπάσει.
«Συγνώμη κυρία Δέσποινα, εχθές με την κηδεία το μυαλό μου ήταν θολωμένο και δεν πρόλαβα να έρθω να πάρω τη Μάο, από το σπίτι σου. Και πάλι συγνώμη, αν σου δημιούργησα την όποια αναστάτωση. Σήμερα, όμως είμαι καλύτερα, οπότε δεν υπάρχει λόγος να την κρατήσεις».
«Όχι παιδί μου, τι είναι αυτά που λες, ούτε λόγος για αναστάτωση, ευχαρίστηση μου να σας βοηθάω», είπε η κυρία Δέσποινα και πήρε γρήγορα τη Μάο από την αγκαλιά της Αναστασίας. «Εσύ έχεις να κάνεις πολλά πράγματα ακόμη, μέχρι να τελειώσεις όλα τα διαδικαστικά, γι’ αυτό θα σε βοηθήσω μερικές μέρες ακόμα», της είπε καθώς έφευγε με τη Μάο αγκαλιά.
Η Αναστασία έμεινε άφωνη, παρόλα αυτά καταλάβαινε τι περνούσε κι η κυρία Δέσποινα. Ένας θάνατος είναι δύσκολος για όλους τους ανθρώπους, κοντινούς και μακρινούς.
«Έ! Κυρία Δέσποινα το μαξιλάρι να πάρεις», της είπε χαμογελώντας. «Έκανε τόσο κόπο γι’αυτό».
Άφωνη έμεινε κι η Μάο, που δεν ήξερε τι να κάνει. Την αγαπούσε την κυρία Δέσποινα, όμως κι η Αναστασία της θύμιζε τόσο πολύ τον κυρ Βαγγέλη. Είχε όμως το μαξιλάρι του και το βράδυ έκανε ύπνο χαρισάμενο.
Σαν ξημέρωσε η μέρα η Μάο ξεκίνησε και πάλι τις βόλτες της. Πότε έμπλεκε στα πόδια της Αναστασίας και πότε στης κυρίας Δέσποινας. Η μια της έδινε πιο πολλά χάδια από την άλλη κι οι λιχουδιές πήγαιναν κι ερχόντουσαν, όμως υπήρχε κάτι που ανησυχούσε τη Μάο πάρα πολύ. Η Αναστασία τακτοποιούσε τα πράγματα για να κλείσει το σπίτι του κυρ Βαγγέλη, ακόμα και τα δικά της πράγματα είχε μαζέψει. Το κλουβάκι που την πήγαινε στον γιατρό, μαζί με τα παιχνίδια της και το μασουλημένο λούτρινο ποντίκι έστεκαν στον διάδρομο έτοιμα. Η Μάο δεν ήξερε τι ακριβώς συμβαίνει, μέχρι που την άλλη μέρα το πρωί άκουσε την κυρία Δέσποινα να κλαίει απαρηγόρητη, μέσ στην κουζίνα του σπιτιού της.
«Αχ, θα τη χάσω τη Λαίδη μου, πάει θα μου φύγει και τη θα κάνω», έλεγε η καημένη, με λυγμούς. Κόντεψε να σπάσει η καρδιά της Μάο, από τη στεναχώρια. Πήγαινε και της έγλυφε τα χέρια, για να την παρηγορήσει. Τριβόταν επάνω της, μα η κυρία Δέσποινα δεν σταματούσε. Είχε μουσκέψει η γούνα της Μάο από τα καυτά δάκρυα της κυρίας Δέσποινας. Ούτε όταν έφυγε ο κυρ Βαγγέλης δεν έκανε έτσι.
«Κυρία Δέσποινα είμαι έτοιμη, ήρθε το ταξί να με πάρει», ακούστηκε η φωνή της Αναστασίας. «Έλα να σου δώσω κάποια πράγματα που θέλω, πριν φύγω. Εσύ θα τα χρειαστείς σίγουρα».
Η κυρία Δέσποινα με βαρύ το βήμα σχεδόν σύρθηκε, μέχρι την εξώπορτα. Φύσηξε τη μύτη της και σκούπισε τα μάτια της, για να μην την καταλάβει η Αναστασία.
«Έλα παιδί μου να σε αποχαιρετήσω, καλό ταξίδι να έχεις κι όποτε μπορείς να μας ξανάρθεις. Να μην μας ξεχνάς κι εμάς τα γερόντια, εδώ στη Ελλάδα. Να μου φιλήσεις και τα παιδιά. Να πάρε κι αυτά τα καλτσάκια που σας έπλεξα. Να τα φοράτε να μην κρυώνεται παιδί μου. Έχετε κρύο εκεί στη Γερμανία», είπε η κυρία Δέσποινα και της έδωσε ένα δέμα, που κρατούσε στα χέρια, βρεγμένο από τα δάκρυα της.
«Έλα βρε κυρία Δέσποινα μην κάνεις έτσι, δεν χαθούμε. Δυό ώρες είναι η Γερμανία με το αεροπλάνο. Θα σου κάνω τα εισιτήρια, για να έρχεσαι να μας βλέπεις. Όμως πριν φύγω, έχω να σου δώσω κι εγώ κάποια πράγματα. Θέλω να κρατήσεις την κουνιστή καρέκλα του μπαμπά μου και τα πράγματα της Μάο».
Η κυρία Δέσποινα, όπως κι η Μάο την κοιτούσαν σαστισμένες.
“Όχι την καρέκλα μου, τι θα κάνω εγώ, χωρίς τα παιχνίδια μου”, σκέφτηκε η Μάο.
«Την δικιά σου Λαίδη Μάο, γιατί θα σου την αφήσω. Εσύ τη χρειάζεσαι περισσότερο από μένα, κι αυτή το ίδιο. Έτσι θα έλεγε κι ο μπαμπάς μου. Αυτό θα ήθελε να κάνω. Έχω αφήσει και το πορτάκι της ανοιχτό, για να μπαίνει στο σπίτι να σουλατσάρει, όποτε θέλει. Θα σου αφήσω και εισιτήρια, με ανοιχτή ημερομηνία. Όποτε θέλετε να έρχεστε να μας βλέπετε. Θα χαρούν πολύ και τα παιδιά».
Η κυρία Δέσποινα έπεσε στη αγκαλιά της και τη φιλούσε, με δάκρυα στα μάτια. Δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει, από τη χαρά της.
Η Μάο κοιτούσε πότε την Αναστασία και πότε την κυρία Δέσποινα. Πήδηξε στην αγκαλιά της Αναστασίας και τρίφτηκε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ήθελε να πάρει τη μυρωδιά της στη γούνα της, αλλά και να της αφήσει τη δικιά της.
Ευτυχισμένη κοιτούσε μέσα από την αγκαλιά της κυρίας Δέσποινας το ταξί να φεύγει. Το βράδυ θα της έλεγε ιστορίες, πάνω στην κουνιστή καρέκλα, για όλα τα ταξίδια που είχε κάνει με το κυρ Βαγγέλη. Για όλα εκείνα τα όμορφα μέρη που είχε ταξιδέψει, μέσα από τις ιστορίες του και τις φανταστικές περιπέτειες, που της διηγήθηκε.
Γιατί τώρα ο άνθρωπος της ήταν η κυρία Δέσποινα, κι αυτή την είχε περισσότερη ανάγκη. Όπως θα έλεγε κι ο κυρ Βαγγέλης!
*********************************
Για περισσότερες ιστορίες από την συγγραφέα μας
Και φυσικά μην ξεχνάτε
πως μπορείτε να μας βρείτε και στα social media με διαδραστικό περιεχόμενο κατάλληλο και για τους μικρούς μας φίλους