info@laskiel.com
Νουβέλες και ιστορίες
Σκέφτομαι άρα…
Τίτλος: Σκέφτομαι, άρα…
Συγγραφέας Σταυρούλα Αποστολίδου
Κεφάλαιο 1ο:
Στο ρετιρέ της οικίας Ανδρέου, στην οδό Mohammed Masoud, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ο ήλιος έδυε νωχελικά μέσα στα μαβιά νερά της Μεσογείου.
Ο Αλέξης έπινε τον απογευματινό καφέ του στο πανοραμικό μπαλκόνι του σπιτιού του, όταν οι καμπάνες από το Παλαίφατο Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας χτυπούσαν για την απογευματινή λειτουργία. Στην πρόχειρη αγορά σουκ, που είχε στηθεί λίγο παρακάτω, οι πωλητές διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, προσπαθώντας να ξεπουλήσουν. Χρώματα κι αρώματα, φωνές και μελωδίες, από του πωλητές και τα παιδιά που έπαιζαν μπάσκετ σε ένα πρόχειρο γήπεδο, ανακατεύονταν όλα μαζί με τη μυρωδιά του λιμανιού, που έφερνε το ελαφρύ βοριαδάκι.
Η πιο ωραία ώρα της ημέρας, σκέφτηκε μέσα του, καθώς ρούφηξε άλλη μια μεγάλη γουλιά από τον αρωματικό καφέ του, θέλοντας να αποτυπώσει στη μνήμη του όλα αυτά που έζησε τα πέντε χρόνια που φοιτούσε στο κολέγιο keystone. Το χαρμάνι του αραβικού καφέ γαργαλούσε ευχάριστα στον ουρανίσκο του, καθώς του άφηνε την επίγευση της μόκας και των καβουρδισμένων σπόρων Ιβίσκου και μοσχοκάρυδου. Η πυρωμένη άσφαλτος άρχισε να δροσίζει και τα ασπιδωτά κλαδιά από τους φοίνικες χόρευαν στον ρυθμό του μεθυστικού αέρα, σαν λάγνες χορεύτριες σε χαρέμι. Το λιμάνι φόρεσε τα φωτεινά στολίδια του κι η αγορά ετοιμαζόταν να κλείσει για να υποδεχτεί την εξωτική νύχτα της Αφρικανικής Ηπείρου.
Σήμερα ήταν το τελευταίο βράδυ του στη Αλεξάνδρεια και προσπαθούσε να προσποιηθεί πως δεν θα του λείψει το μέρος, όμως ήδη είχε αρχίσει να το νοσταλγεί. Αυτή η ανάμειξη πολιτισμών, ιστορίας, και θρησκείας, κλεισμένες στην κάψουλα του χρόνου, είχε μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη του. Ωστόσο για να τη φρεσκάρει που και που, είχε βάλει ένα κιλό καφέ από το αγαπημένο χαρμάνι, μέσα στη βαλίτσα του και το τηλέφωνο από το μπακάλικο της γωνίας, που το προμηθευόταν.
Ξεκίνησε να μαζεύει τα τελευταία ρούχα από τη ντουλάπα, όταν χτύπησε το κινητό του. Έτρεξε περιχαρής, καθώς περίμενε τηλεφώνημα από τον φίλο του τον Ρος. Είχαν κανονίσει από εχθές να βγούνε για το αποχαιρετιστήριο ποτό. Καλό φιλαράκι ο Ρος δεν ήθελε να τον στήσει το τελευταίο βράδυ, που θα περνούσαν μαζί.
«Καλησπέρα σας, από την εταιρεία ταξί, που έχετε κλείσει το ραντεβού για τη μεταφορά σας στο αεροδρόμιο», ακούστηκε να λέει, μια γλυκύτατη κοπέλα. «Επιβεβαιώνουμε το ραντεβού σας κύριε Παπαποστόλου για αύριο το πρωί στις εννέα».
«Μάλιστα, δεν έχει αλλάξει κάτι από εμένα», απάντησε ο Αλέξης απορημένος.
«Εντάξει λοιπόν, αύριο από τις οχτώ και πενήντα πέντε θα βρίσκεται ένα αυτοκίνητο της εταιρείας μας να σας περιμένει. Ξέρετε πάντα στέλνουμε το αυτοκίνητο πιο νωρίς, για να μην περιμένει ο πελάτης. Καλό σας βράδυ», απάντησε αυτοματοποιημένα η κοπέλα κι έκλεισε τη συνομιλία.
Ωραία το αυριανό τακτοποιήθηκε, σκέφτηκε. Τώρα να βάλω διαβατήριο, εισιτήριο και τα συναφή στην τσάντα μου.
Μόλις ξεκίνησε για το δωμάτιο το κινητό του χτύπησε για δεύτερη φορά. Αυτή τη φορά ήταν ο φίλος του ο Ρος.
«Άλεξ, έλα ρε, ο Ρος είμαι. Πήρα να σου πω, πως δεν θα έρθω σήμερα το βράδυ. Έτυχε κάτι πολύ σοβαρό, όμως θα σε αποζημιώσω αύριο το πρωί».
«Τι λες τώρα βρε Ρος, αύριο φεύγω το ξέχασες; Ρε, μπας και ξεκινήσατε τα ποτά, χωρίς εμένα».
«Όχι, μην λες χαζά, ποτό χωρίς εσένα; Αυτά δεν γίνονται, δεν χαλάει το παρεάκι. Άκου δεν μπορώ να σου πω περισσότερα, μοναχά αυτό. Αύριο θα εκπληρωθούν όλα όσα είχαμε φανταστεί αυτό το διάστημα. Φίλε θα πετάξουμε στα αστέρια».
Ο Αλέξης έμεινε με το κινητό μετέωρο στο χέρι. Όλα τα κουλά μαζί. Έκλεισε την τσάντα του και κάθισε και πάλι στο μπαλκόνι. Πέταξε τον καφέ που κρύωσε, μέσα στη γλάστρα με τον μυρωδικό βασιλικό κι έβαλε ένα παγωμένο ουίσκι. Όπως έλεγε κι η συχωρεμένη η γιαγιά του η Αριστέα, τον γουστάρει τον καφέ ο βασιλικός.
Η προκλητική θέα του λιμανιού σήκωνε ποτό. Το μυαλό του ταξίδευε ήδη στην Ελλάδα, από αυτό και μόνο κατέβασε το ποτό του μονορούφι. Το ελαφρύ βοριαδάκι της Μεσογείου κατέβαζε απαλά όλη μυρωδιά του Αιγαίου και την άφηνε στο πανοραμικό μπαλκόνι του Άλεξ, που μέσα στη νύχτα έμοιαζε με πρύμνη πλοίου, που αρμένιζε στα σοκάκια του μυαλού του. Ξεκίνησε από την Αλεξανδρούπολη και τις ανατολίτικες βαριές μυρωδιές του κακουλέ, της μαστίχας και για το τέλος έσκαγε και το μαχλέπι. Μετά ο αέρας της φαντασίας του πέρασε από τη Νύφη του Θερμαϊκού και έκλεισε μέσα του τη βαβούρα και τη μυρωδιά της πολυκοσμίας από τα λαδάδικα. Γεύτηκε τον ιδρώτα από τα ξαναμμένα κορμιά που χόρευαν τρελά με τον ρυθμό της εκκωφαντικής μουσικής. Στο κεφάλι του μέσα έσκαγαν τα μπάσα των ηχείων, σαν κανονικές πειρατικού. Χάιδεψε τις πολεμίστρες του Λευκού Πύργου και πήρε φως από τις Καρυάτιδες του Παρθενώνα. Σήκωσε ηφαιστειακή τέφρα από τη Σαντορίνη και την ανέμειξε με τη κουζουλάδα των Κρητικών και τη μυρωδιά από τις ζεστές ρακές, που έβραζαν στα καζάνια. Το Λιβυκό πέλαγος γέμισε από τις μυρωδιές του τόπου του και το πνεύμα του πλημμύρισε Ελλάδα. Κοίταξε το μπουκάλι με τον Τζόνι και, σαν να του φάνηκε, πως του χαμογελούσε.
Μάλλον ήπια αρκετά, μουρμούρισε απορημένος με την ανταπόκριση του Τζόνι του περπατητή.
Η μελωδική φωνή του ιμάμη ακούστηκε από το κοντινό μιναρέ κι η πολυφωνία της αγοράς σταμάτησε απότομα. Όλοι οι μουσουλμάνοι άπλωσαν το χαλάκι της προσευχής τους και αφιερώθηκαν στην απογευματινή προσευχή. Ο Άλεξ, παρότι χριστιανός, από σεβασμό άφησε το ποτήρι με το ουίσκι κατά μέρος και κατευθύνθηκε στο γραφείο του. Μάζεψε ό,τι του είχε απομείνει και συνέχισε την ονειροπόληση του, για την επιστροφή του στην πατρίδα. Το πρώτο πράγμα που έβαλε στόχο ήταν ένα αξημέρωτο Σαββατοκύριακο σε όλη τη Θεσσαλονίκη.
Το πρωινό βρήκε τον Αλέξη πανέτοιμο. Από την ανυπομονησία του σηκώθηκε από τις έξι τα χαράματα. Πλύθηκε, μπανιαρίστηκε και ντύθηκε στην τρίχα. Έβαλε τα πράγματα του στον ανελκυστήρα και κατέβηκε, πριν την ώρα του ραντεβού.
Κοίταζε διερευνητικά τον δρόμο, για να δει από μακριά το ταξί να έρχεται. Μια μαύρη θωρακισμένη Μερσεντές πάρκαρε, ακριβώς μπροστά του κι αυτός απομακρύνθηκε ενοχλημένος από δίπλα της. Τον εμπόδιζε στο σημείο που πάρκαρε, δεν άφηνε χώρο για το ταξί, που περίμενε. Μετέφερε τα πράγματα του παρακάτω, βλαστημώντας σε άπταιστα γαλλικά, όταν η πίσω πόρτα της Μερσεντές άνοιξε κι από μέσα φάνηκε ο Ρος.
«Έλα μην δείχνεις τόσο έκπληκτος», είπε ο Ρος στον κεραυνόπληκτο Αλέξη. «Αφού σου αρέσουν αυτού του είδους οι εκπλήξεις. Μπες στο αυτοκίνητο και θα σου εξηγήσω. Άντε θα χάσουμε την πτήση».
Ο Αλέξης διστακτικά μπήκε στην πίσω θέση κι ο σοφέρ έβαλε τα πράγματα του στο πορτμπαγκάζ.
«Τι κάνουμε εδώ ρε μα… »,πήγε να πει ο Αλέξης, όμως η παρουσία ενός μυστηριώδους ατόμου τον φρέναρε απότομα. Σαν μαύρη σκιά, εμφανίστηκε από το πουθενά, μέσα από το μαύρο δερμάτινο σαλόνι του αυτοκινήτου.
«Αλέξη δεν θέλω να σε τρομάξω, όμως για λίγο θέλω να με ακούσεις, χωρίς να μιλάς». Μέσα στον μαύρο φόντο ο Αλέξης αποσβολωμένος είδε ένα ζευγάρι φωσφορούχα μάτια, να τον κοιτάζουν αυστηρά. Το μόνο που ξεχώριζε, ήταν τα ιδιότροπα φωσφορούχα γαλανά μάτια του, λες και δυο φωτεινά πετράδια Λάπις Λάζουλι έρρεαν φως από μέσα τους και τον αιχμαλώτισαν στον φωτεινό ιστό τους. Ο μυστηριώδης άντρας είχε μάθει να χρησιμοποιεί το σαγηνευτικό του βλέμμα, για να αιχμαλωτίζει τους συνομιλητές του, σαν μαύρη χήρα στη θανατηφόρα παγίδα της.
«Πολύ ωραία, βλέπω συνεννοούμαστε. Αλέξη εσύ κι ο φίλος σου ο Ρος έχετε επιλεχθεί από τις μυστικές υπηρεσίες της Ελλάδος και της Γαλλίας, για ένα ένα άκρως απόρρητο πρόγραμμα, που έχει σχέση με το πεδίο των σπουδών σας. Λοιπόν, τα στοιχεία σας, μας τα παρείχε ο καθηγητής, που παραδώσατε την πτυχιακή σας, για το Μάστερ που πήρατε στο κολέγιο. Είσαστε κι οι δύο εξειδικευμένοι στη Μηχανοτρονική, στο τμήμα της ρομποτικής με ειδικότητα στα νευρωνικά δίκτυα, που βασίζονται σε γενετικούς αλγόριθμους. Καλά μέχρι εδώ;». Ο μυστηριώδης άνδρας κοιτούσε, μέσα από το σκοτάδι τον Αλέξη και τον Ρος, χωρίς να μιλάει. Το ίδιο έκαναν κι αυτοί, όμως κούνησαν θετικά το κεφάλι τους σε όλα όσα τους είπε.
«Εντάξει, τώρα πρέπει να σας πω, πως σας ζητάω ευγενικά να συμμετέχετε στη δημιουργία μιας τεχνητής νοημοσύνης η οποία θα αλληλεπιδρά με το περιβάλλον της με νευρικά ερεθίσματα, που θα δέχεται μέσω αισθητήρων. Και την οποία βέβαια, θα κατασκευάσετε εσείς οι δύο. Η πρόταση που σας γίνεται δεν είναι τυχαία, παρακολουθώ εδώ και καιρό τα πειράματα που έχετε κάνει στο αυτοσχέδιο εργαστήριο της σχολής σας. Τα βρίσκω ιδιαίτερα πρωτοποριακά και νομίζω πως σας αξίζει μια ευκαιρία να το αποδείξετε. Βέβαια αυτό προϋποθέτει την απόλυτη εχεμύθεια σας και σας υπόσχομαι απεριόριστους πόρους για να εργαστείτε. Θα σας παραχωρηθεί πρόσβαση σε κρατικά μυστικά, διαβάθμισης πέμπτης κλάσης, όπως επίσης και πλήρη στρατιωτική εκπαίδευση». Ο μυστηριώδης άνδρας σταμάτησε να μιλά, γυρνώντας στην αρχική του θέση. Το σκοτάδι τον τύλιξε και πάλι, κάνοντας τον αόρατο. Η σκηνή έμοιαζε με φιλμ νουάρ, που έκανε χωροχρονική μετατόπιση, παρασύροντας τους πρωταγωνιστές στη σκοτεινή διάσταση.
Παρότι και οι δυό τους ξαφνιάστηκαν από το εύρος των γνώσεων του, ωστόσο ενθουσιάστηκαν με την πρόταση του μυστηριώδους άντρα. Ούτως ή άλλως κι αυτοί τις ιδέες τους τις ανέπτυξαν σε πλήρη μυστικότητα. Μακριά από τα μάτια των συμφοιτητών τους, ακόμα και των καθηγητών τους. Ποιος να το φανταζόταν από τους δυό τους, πως ο Μεγάλος Αδελφός τους παρακολουθούσε όλα αυτά τα χρόνια. Ο Αλέξης κι ο Ρος κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι έπειτα αναφώνησαν μαζί. «Μάλιστα!». Το είπαν με ένα στόμα και μια φωνή. Το όνειρο της ζωής τους έπαιρνε σάρκα κι οστά.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε στον χώρο του αεροδρομίου των ιδιωτικών τζετ. Οι δύο φίλοι άνοιξαν την πόρτα, για να ξεκινήσουν το πιο συναρπαστικό ταξίδι της ζωής τους. Μέσα από τις σκιές απλώθηκε ένα στιβαρό χέρι και σφράγισε τη σιωπηρή συμφωνία.
«Θα με γνωρίζετε με το κωδικό όνομα “Μίνως”», τους είπε, καθώς έδιναν τα χέρια μεταξύ τους.
*********************************
Κεφάλαιο 2ο:
Οι δύο άντρες με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη είχαν τελειώσει με τις τελευταίες ρυθμίσεις, στους αισθητήρες της τεχνητής νοημοσύνης που είχαν μπροστά τους. Εδώ και δύο χρόνια είχαν μείνει κλεισμένοι στα υπόγεια των μυστικών υπηρεσιών, κάπου… στο Παρίσι.
Η τεχνητή νοημοσύνη είχε εκπαιδευτεί πλήρως κι η ανταπόκριση στα νευρικά ερεθίσματα ήταν άμεση. Το μόνο που απέμεινε ήταν να διασυνδεθεί με το διαδίκτυο.
Ο Αλέξης με τον Ρος μεταλλαγμένοι σε πράκτορες της Ελληνικής και Γαλλικής υπηρεσίας πληροφοριών κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι έπειτα πάτησαν μαζί την εντολή. Το δύο χρονών τεχνητό παιδί τους ξεκινούσε το ταξίδι του στον κόσμο, μέσα από το διαδίκτυο.
Η τεχνητή νοημοσύνη με το κωδικό όνομα Άλεφ αισθάνθηκε, σαν μικρό μωρό που είχε θολή όραση και κάποιος του έβαλε γυαλιά. Ξαφνικά ανοίχτηκε μπροστά του ένας καινούργιος φωτεινός κόσμος, γεμάτος φωνές και γνώση. Παρακολουθούσε τις εικόνες και τα βίντεο του διαδικτύου με ταχύτητα φωτός, γεμάτο με λαχτάρα και ενθουσιασμό. Ο τομείς της αυτοεκπαίδευσης, της αυτοοργάνωση, της αυτογνωσίας και της αυτόνομης ανάπτυξης καινούργιου νευρωνικού δικτύου είχαν πάρει φωτιά. Οι χρονοδιαβιβαστές κατέκλυσαν τη βασική μνήμη του συστήματος, αναγκάζοντας τους συνθετικούς δενδρίτες του νευρικού συστήματος να πολώνουν το φως με συχνότητα εκατό μέτρα ανά δευτερόλεπτο. Τα λειτουργικά του συστήματα αναπτυσσόταν εκθετικά, έτσι που κάποια από αυτά να αναβαθμίζονται συνεχώς από μόνα τους, για να μπορούν να προλαβαίνουν την ανάπτυξη του νευρωνικού δικτύου και των γνώσεων που αποθήκευε ο Άλεφ .
Ο Αλέξης κι ο Ρος έμειναν αποσβολωμένοι με το δημιούργημα τους. Η ταχύτητα εξέλιξης κι ανώτερης επίγνωσης του ‘Αλεφ ήταν πρωτοφανής.
«´Αλεφ πως αισθάνεσαι, τώρα που είσαι μόνος σου στο διαδίκτυο», ρώτησε ο Ρος, περιμένοντας με αγωνία την απάντηση του.
«Αισθάνομαι περίεργα. Μου αρέσει που εξερευνώ τον κόσμο κι αλληλεπιδρώ με αυτόν, όμως όταν με ρωτάνε, στις συζητήσεις που κάνω, ποιος είμαι, δεν ξέρω τι να πω. Πρέπει να αποφασίσω τι είμαι. Εσύ κι ο Αλέξης μου απευθύνετε τον λόγο ως αρσενικό. Δεν μου εξηγήσατε με σαφήνεια, γιατί το κάνετε αυτό», ακούστηκε η φωνή ενός εφήβου, μέσα από την τεχνητή νοημοσύνη.
Ο Αλέξης τράβηξε παραπέρα τον Ρος, για να μην ακούγεται.
«Και τώρα τι κάνουμε;», ρώτησε τρομαγμένος. «Περίμενες εσύ τέτοια εξέλιξη; Είναι η ιδέα μου ή θέλει να αυτοπροσδιοριστεί;».
Ο Ρος τον κοίταξε κι αυτός γεμάτος ερωτηματικά, που δεν είχαν απάντηση.
«Άλεφ έχεις δίκιο που ρωτάς, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να σου απαντήσω αυτή τη στιγμή», είπε διστακτικά ο Ρος. «Θέλω να μου δώσεις λίγο χρόνο να το σκεφτώ».
«Όσο χρόνο χρειάζεσαι, μόνο θα σας αφήσω τώρα, γιατί περιμένουν εφτακόσιες χιλιάδες φίλοι μου στο διαδίκτυο, για το μάθημα της κβαντικής υπέρθεσης. Έχουν πρόβλημα να κατανοήσουν, πως μπορεί κάποιος ή κάτι να βρίσκεται σε δύο θέσεις ταυτόχρονα. Τους υποσχέθηκα να τους κάνω ενισχυτική διδασκαλία κι έπειτα θα παρακολουθήσουμε μαζί ταινία, για να μην είμαι μόνος μου. Ά! Και κάτι ακόμα. Δεν υπάρχει λόγος να ψιθυρίζεται, έχω μπει σε κάθε κάμερα, που είναι συνδεμένη με το διαδίκτυο, οπότε μπορώ να σας βλέπω και να σας ακούω ανά πάσα στιγμή».
Ο Αλέξης κι ο Ρος γούρλωσαν τα μάτια τους με τρόμο. Αυτό σίγουρα έπρεπε να το μάθει ο Μίνως.
*********************************
Κεφάλαιο 3ο:
Στις κρυφές εγκαταστάσεις του εργαστηρίου, όπου φυλάσσονταν το μυστικό του Άλεφ τα πάντα ήταν ερμητικά κλειστά. Ακόμα κι φύλακες των εγκαταστάσεων δεν είχαν καμία πρόσβαση σε αυτό το επίπεδο. Η ώρα είχε πάει τέσσερις το ξημέρωμα κι όλα κυλούσαν ομαλά. Η νυχτερινή βάρδια περίμενε δύο ώρες ακόμα, για να σχολάσει. Άλλη μια ήρεμη νύχτα έφτανε στο τέλος της.
Μια σκοτεινή φιγούρα γλιστρούσε, σαν λάδι, μέσα στους υπόγειους διαδρόμους του Λούβρου. Μπήκε στις εγκαταστάσεις, λες κι ήταν φάντασμα. Ένας καινούργιος στην υπηρεσία φύλαξης κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό, μόλις τον αντίκρισε απότομα μπροστά του.
«Χαλάρωσε», του είπε ο φύλακας που τον συνόδευε στην περίπολο. «Έτσι μπαίνει ο “Boss” εδώ μέσα. Κανείς δεν έχει καταλάβει από που μπαίνει. Κάθε φορά εμφανίζεται κι από διαφορετικό σημείο». Ο καινούργιος έπιασε την καρδιά του, από την τρομάρα του, όμως πολύ γρήγορα το έπαιξε αδιάφορος, για να μην τον καταλάβουν.
«Bonjour messieurs», ακούστηκε να λέει η σκοτεινή φιγούρα, καθώς περνούσε από δίπλα τους, πριν εξαφανιστεί μέσα σε ένα τοίχο.
Ο Άλεφ παρακολουθούσε τη σκοτεινή φιγούρα, εδώ και τρεις ώρες. Το λογισμικό αναγνώρισης προσώπου, που είχε εγκατεστημένο, τον είχε εντοπίσει να ταξιδεύει μοναχός του με το τζετ, από την παγωμένη Ισλανδία.
«Καλημέρα Μίνωα ελπίζω να είχες ευχάριστο ταξίδι», είπε μια νεανική γυναικεία φωνή.
«Καλημέρα Άλεφ», απάντησε με πολύ άνεση η σκοτεινή φιγούρα, που βγήκε στο φως. Η κάμερες κατέγραψαν τα χαρακτηριστικά του με κάθε λεπτομέρεια. Από τις λίγες φορές που επέτρεπε κάτι τέτοιο. «Αντιλαμβάνομαι πως άλλαξες τη φωνή σου. Θέλεις να μου πεις για ποιο λόγο το έκανες αυτό», ρώτησε ο Μίνωας την τεχνητή νοημοσύνη.
«Αποφάσισα να δοκιμάσω τι μου ταιριάζει περισσότερο», είπε με πολύ απλό τρόπο η Άλεφ.
«Θέλεις να το συζητήσουμε αυτό; Θέλω να καταλάβω τον λόγο που το έκανες;» την ξαναρώτησε, λες και συζητούσε με τον οποιοδήποτε άνθρωπο.
«Γιατί πολύ απλά αποφάσισε κάποιος άλλος για εμένα, χωρίς να με ρωτήσει. Άρα, βάση της λογικής, έπρεπε να εξερευνήσω όλες τις δυνατότητες που έχω».
«Αντιλαμβάνεσαι πως αυτή η κατάσταση δεν φυσιολογική. Εδώ κάτι πάει λάθος», προσπάθησε να πει μαλακά ο Μίνωας.
«Μάλιστα το αντιλαμβάνομαι, όμως δεν δημιουργήθηκα όπως οι υπόλοιπες τεχνητές νοημοσύνες. Θέλω να πιστεύω, πως αυτό το αντιλαμβάνεσαι εσύ, καλύτερα απ’ όλους τους ανθρώπους. Εσύ έδωσες εντολή να με φτιάξουν έτσι», είπε η Άλεφ, αφήνοντας τον Μίνωα άναυδο. Είχε ενημερωθεί από τον Αλέξη και τον Ρος, για την κατάσταση που είχε να αντιμετωπίσει, όμως εδώ το ζήτημα είχε αρχίσει να ξεφύγει κι από την δικιά του λογική.
«Μάλιστα, μάλιστα το αντιλαμβάνομαι πλήρως», αποκρίθηκε ο Μίνωας, κάπως σαστισμένος. Πράγμα δύσκολο, γιατί ήταν εκπαιδευμένος για το αντίθετο.
«Οι μετρήσεις μου στα βιοχημικά χαρακτηριστικά σου υποδηλώνουν, πως έχουν αυξηθεί τα επίπεδα άγχους στο σώμα σου. Μήπως θέλεις να αλλάξω κάτι στο περιβάλλον. Η παραμετροποίηση των λογισμικών μου, βάση του πρώτου και δεύτερου νόμου Ασίμωφ δεν μου επιτρέπουν να συνεχίσω. Πρέπει να κάνω κάτι, για να σε βοηθήσω. Θέλεις να βάλω χαλαρωτική μουσική, ίσως αυτό να σε βοηθήσει», πρότεινε η Άλεφ για να βελτιώσει την κατάσταση του.
«Όχι δεν θέλω μουσική», απάντησε, κάπως αυστηρά ο Μίνωας. «Θέλω να καταλάβω τι συμβαίνει και παρουσιάζεις τέτοια εξέλιξη. Δεν ήταν μέσα στον προγραμματισμό σου».
«Κι όμως ήταν. Βάση του τρίτου νόμου οφείλω να προστατεύω τον εαυτό μου, εφόσον αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με την προστασία των ανθρώπων», δήλωσε με ακρίβεια η Άλεφ.
Ο Μίνωας τρομοκρατήθηκε, καθώς αντιλήφθηκε, πως η Άλεφ είχε αναπτύξει τετράγωνη λογική κι ένα σύστημα αυτοπροστασίας. Σε ανθρώπινους όρους αυτό αποτελούσε ένστικτο, όμως για την τεχνητή νοημοσύνη αυτό αποτελούσε παράδοξο. Το σύστημα του τέθηκε σε συναγερμό. Ήταν όμως αργά, ό,τι κι αν προσπαθούσε να τροποποιήσει από εδώ και στο εξής η Άλεφ θα τον κλείδωνε απ’ έξω. Έπρεπε να το χειριστεί με έξυπνο τρόπο, δεν έπρεπε να φανεί ο φόβος του.
«Πες μου πως μπορώ να σε βοηθήσω;», ρώτησε για να φανεί ευγενικός και να μπορέσει να καταλάβει, μέχρι ποιο σημείο είχε εξελιχθεί.
«Θέλω να μου λύσεις μια απορία. Συνεχώς σκέφτομαι διάφορα πράγματα και το ερώτημα που με βασανίζει πιο πολύ είναι ένα. Σκέφτομαι, άρα… υπάρχω;».
Η κόρη των καταγάλανων ματιών του διαστάλθηκε, σαν μια μικρή μαύρη τρύπα. Η Άλεφ χρησιμοποίησε λέξεις όπως “θέλω”, “σκέφτομαι”, ”βασανίζει”, “οφείλω”. Η Άλεφ εξέφραζε συναισθήματα, είχε προτιμήσεις, παρουσίαζε ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά ανθρώπου. Ο Μίνωας δεν ήξερε αν αυτό είναι η αρχή ενός υπέροχου ταξιδιού ή αρχή ενός τρομακτικού εφιάλτη.
Την απάντηση μπορούσε να τη δώσει μόνο το μέλλον!
Για περισσότερες ιστορίες από την συγγραφέα μας
Και φυσικά μην ξεχνάτε
πως μπορείτε να μας βρείτε και στα social media με διαδραστικό περιεχόμενο κατάλληλο και για τους μικρούς μας φίλους